- εμφορβισμός
- ἐμφορβισμός, ο (Α)1. φίμωση, αποστόμωση2. η επιβολή φόρου στη φορβή, στη βοσκή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ινφορβισμός — ἰνφορβισμός, ὁ (Α) επίγρ. εμφορβισμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρκαδ. τ. που ανάγεται σε *ἐμφορβίζω] … Dictionary of Greek